Μαστίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: μαστίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бич, скиглення, лазери, наповнювати, наводнювати, наповнюють
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαστίζω
σαστίζω συνώνυμο, σαστίζω συνώνυμα, μαστίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μαστίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μασάζ στα ουκρανικά - різня, масаж, массаж
- μαστάρι στα ουκρανικά - вим'я, mastari
- μαστίχα στα ουκρανικά - склеювати, гума, гумка, камедь, льодяник, смолу, мастика
- μαστιγώνω στα ουκρανικά - скиглення, стібати, підганяти, бийте, сікти, пороти, шмагати, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαστίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бич, скиглення, лазери, наповнювати, наводнювати, наповнюють
Μεταφράσεις: бич, скиглення, лазери, наповнювати, наводнювати, наповнюють