Μαστίζω στα σουηδικά
Μετάφραση: μαστίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prygla, ögonfrans, piska, infest, angripa, hemsöka, angriper, angripna
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαστίζω
σαστίζω συνώνυμο, σαστίζω συνώνυμα, μαστίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, μαστίζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μασάζ στα σουηδικά - massage, massage-, massagen
- μαστάρι στα σουηδικά - mastari
- μαστίχα στα σουηδικά - lim, mastix, kitt, massa, mastixen, mastik
- μαστιγώνω στα σουηδικά - prygla, piska, flog, piskade, prygel
Τυχαίες λέξεις
Μαστίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: prygla, ögonfrans, piska, infest, angripa, hemsöka, angriper, angripna
Μεταφράσεις: prygla, ögonfrans, piska, infest, angripa, hemsöka, angriper, angripna