Μαστίζω στα νορβηγικά

Μετάφραση: μαστίζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pisk, øyenvipp, piske, søke, hjemsøke, hjem, infisere, infiserer
Μαστίζω στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαστίζω

σαστίζω συνώνυμο, σαστίζω συνώνυμα, μαστίζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, μαστίζω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • μασάζ στα νορβηγικά - massere, massasje, massasje-, massasje på
  • μαστάρι στα νορβηγικά - jur, mastari
  • μαστίχα στα νορβηγικά - tannkjøtt, lim, mastic, mastikk, mastiksen, mastiksens, mastik
  • μαστιγώνω στα νορβηγικά - piske, pisk, flog
Τυχαίες λέξεις
Μαστίζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: pisk, øyenvipp, piske, søke, hjemsøke, hjem, infisere, infiserer