Μαστίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: μαστίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нападам, да нападам, изобилствувам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαστίζω
σαστίζω συνώνυμο, σαστίζω συνώνυμα, μαστίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μαστίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- μασάζ στα σλαβομακεδονικά - масажа, за масажа, масажата, масажа на, масаж
- μαστάρι στα σλαβομακεδονικά - mastari
- μαστίχα στα σλαβομακεδονικά - непцето, мастика
- μαστιγώνω στα σλαβομακεδονικά - камшикуваат, шибам
Τυχαίες λέξεις
Μαστίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: нападам, да нападам, изобилствувам
Μεταφράσεις: нападам, да нападам, изобилствувам