Μασώ στα δανικά

Μετάφραση: μασώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tygge
Μασώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μασώ

μασώ λεξικό γλώσσας δανικά, μασώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαστιγώνω στα δανικά - pisk, piske, flog, pisker, hudstryge, at piske
  • μαστροπός στα δανικά - alfons, pimp, alfonsen, alfons ved
  • ματαιοδοξία στα δανικά - forfængelighed, Vanity, Vaskeskab, underskab
  • ματαιόδοξος στα δανικά - forgæves, forfængelig, indbildsk, indbildske, opblæst
Τυχαίες λέξεις
Μασώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tygge