Μασώ στα ιταλικά

Μετάφραση: μασώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimuginare, masticare, masticate
Μασώ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μασώ

μασώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, μασώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μαστιγώνω στα ιταλικά - frullare, frustare, sferza, sbattere, frullino, frusta, sferzare, ...
  • μαστροπός στα ιταλικά - ruffiano, magnaccia, mezzano, pimp, protettore, pappone
  • ματαιοδοξία στα ιταλικά - fatuità, vanità, la vanità, di vanità, vanity, lavabo
  • ματαιόδοξος στα ιταλικά - sterile, vano, inutile, vanitoso, presuntuoso, presuntuosa, presuntuosi, ...
Τυχαίες λέξεις
Μασώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: rimuginare, masticare, masticate