Μασώ στα εσθονικά

Μετάφραση: μασώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mäluma, närima, Survoa peeneks, Jahvatada peeneks
Μασώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μασώ

μασώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, μασώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • μαστιγώνω στα εσθονικά - piitsutama, viril, rooskama, sahkerdama, Koormata, peksaks
  • μαστροπός στα εσθονικά - kupeldama, kupeldaja, Pimp, sutenöör, Sutenööri, kaubitsejaga
  • ματαιοδοξία στα εσθονικά - eneseuhkus, tühisus, auahnus, edevus, vanity, tarvete
  • ματαιόδοξος στα εσθονικά - asjatu, viljatu, edev, ennasttäis, ennast täis, ennastimetlev, upsakad, ...
Τυχαίες λέξεις
Μασώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mäluma, närima, Survoa peeneks, Jahvatada peeneks