Μασώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μασώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mastigar, mastigação, mascar, masticate, mastigam, triturar, mastiga
Μασώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μασώ

μασώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μασώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μαστιγώνω στα πορτογαλικά - chicote, relinchar, açoitar, flog, açoitá, bater, açoitam
  • μαστροπός στα πορτογαλικά - proxeneta, alcoviteiro, pimp, cafetão, chulo
  • ματαιοδοξία στα πορτογαλικά - vaidade, vanity, penteadeira, a vaidade, de vaidade
  • ματαιόδοξος στα πορτογαλικά - vaidoso, frívolo, aspirador, fútil, estéril, inútil, vão, ...
Τυχαίες λέξεις
Μασώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mastigar, mastigação, mascar, masticate, mastigam, triturar, mastiga