Μασώ στα ισπανικά

Μετάφραση: μασώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mascar, rumiar, masticar, masticate, mastican, masticar el
Μασώ στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μασώ

μασώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, μασώ στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • μαστιγώνω στα ισπανικά - azote, fustigar, azotar, flagelar, zurriago, látigo, flog, ...
  • μαστροπός στα ισπανικά - chulo, alcahuete, proxeneta, pimp, del chulo
  • ματαιοδοξία στα ισπανικά - vanidad, la vanidad, tocador, de vanidad, de tocador
  • ματαιόδοξος στα ισπανικά - vacío, vano, engreído, presumido, presuntuoso, vanidoso, engreída
Τυχαίες λέξεις
Μασώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: mascar, rumiar, masticar, masticate, mastican, masticar el