Μασώ στα πολωνικά
Μετάφραση: μασώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgryźć, przeżuwać, przeżuć, rozgryzać, żuć, miażdżyć
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μασώ
μασώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, μασώ στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- μαστιγώνω στα πολωνικά - wydrzeć, bykowiec, biczować, poganiacz, czmychać, chłostać, nahaj, ...
- μαστροπός στα πολωνικά - stręczyciel, alfons, stręczyć, sutener, rajfur, pimp, alfonsem, ...
- ματαιοδοξία στα πολωνικά - daremność, marnota, złuda, zarozumiałość, marność, próżność, zarozumialstwo, ...
- ματαιόδοξος στα πολωνικά - próżny, czczy, pusty, płonny, gołosłowny, zarozumiały, pyszałkowaty, ...
Τυχαίες λέξεις
Μασώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zgryźć, przeżuwać, przeżuć, rozgryzać, żuć, miażdżyć
Μεταφράσεις: zgryźć, przeżuwać, przeżuć, rozgryzać, żuć, miażdżyć