Νεύω στα δανικά

Μετάφραση: νεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
signal, nik, nod, nikke, hilsen, nikker
Νεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νεύω

νεύω λεξικό γλώσσας δανικά, νεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • νεότητα στα δανικά - ungdom, unge, ungdomsområdet, unges, ungdommen
  • νεύρο στα δανικά - nerve, nerven, frækhed, nerver, nerve-
  • νημάτιο στα δανικά - glødetråd, filament, endeløse, af endeløse, filamenter
  • νηνεμία στα δανικά - rolig, pause, dysse, lulle, lull, stilstand
Τυχαίες λέξεις
Νεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: signal, nik, nod, nikke, hilsen, nikker