Νωθρός στα δανικά
Μετάφραση: νωθρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
doven, poky, trange
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νωθρός
νωθρός αντίθετο, νωθρός λεξικό, νωθρός ετυμολογία, νωθρός σημασία, νωθρός συνώνυμα, νωθρός λεξικό γλώσσας δανικά, νωθρός στα δανικά
Μεταφράσεις
- νυσταγμένος στα δανικά - søvnig, søvnige, træt, sleepy
- νυχτερίδα στα δανικά - flagermus, bat, battet, er BAT
- νωθρότητα στα δανικά - Sloth, dovenskab, dovendyr, ladhed, dovenskabens
- νωπός στα δανικά - fugtig, frisk, sund, fræk, friske, fersk, ny, ...
Τυχαίες λέξεις
Νωθρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: doven, poky, trange
Μεταφράσεις: doven, poky, trange