Νωθρός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: νωθρός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pequeno, apertado, acanhado, poky, acanhados
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νωθρός
νωθρός αντίθετο, νωθρός λεξικό, νωθρός ετυμολογία, νωθρός σημασία, νωθρός συνώνυμα, νωθρός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, νωθρός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- νυσταγμένος στα πορτογαλικά - sonolento, sono, sonolenta, com sono, sonolentos
- νυχτερίδα στα πορτογαλικά - morcego, bastão, bat, bastão de, taco
- νωθρότητα στα πορτογαλικά - preguiça, indolência, a preguiça, sloth, da preguiça
- νωπός στα πορτογαλικά - novo, húmido, recente, frequentemente, nada, fresco, fresca, ...
Τυχαίες λέξεις
Νωθρός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pequeno, apertado, acanhado, poky, acanhados
Μεταφράσεις: pequeno, apertado, acanhado, poky, acanhados