Ξαφνικά στα δανικά
Μετάφραση: ξαφνικά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pludseligt, pludselig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξαφνικά
ξαφνικά με θέλεις στη ζωή σου, ξαφνικά 30, ξαφνικά στίχοι, ξαφνικά επίρρημα, ξαφνικά όλα αλλάζουν κι αρχίζω να θυμάμαι ξανά, ξαφνικά λεξικό γλώσσας δανικά, ξαφνικά στα δανικά
Μεταφράσεις
- ξαπλώνω στα δανικά - lægge, sætte, løgn, ligger, ligge, løgnen
- ξαφνιάζω στα δανικά - overraskelse, overraskende, surprise, overraske
- ξαφνικός στα δανικά - pludselig, pludselige, pludseligt, brat
- ξαφρίζω στα δανικά - skimme, skummetmælk, skummet, skim, skummet-
Τυχαίες λέξεις
Ξαφνικά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pludseligt, pludselig
Μεταφράσεις: pludseligt, pludselig