Ξαφνικά στα ολλανδικά
Μετάφραση: ξαφνικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opeens, ineens, plotseling, plots, eensklaps
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξαφνικά
ξαφνικά με θέλεις στη ζωή σου, ξαφνικά 30, ξαφνικά στίχοι, ξαφνικά επίρρημα, ξαφνικά όλα αλλάζουν κι αρχίζω να θυμάμαι ξανά, ξαφνικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξαφνικά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ξαπλώνω στα ολλανδικά - zetten, plaatsen, ballade, vlijen, neerleggen, leggen, leugen, ...
- ξαφνιάζω στα ολλανδικά - verrassing, verrassen, verbazing, verrast, surprise
- ξαφνικός στα ολλανδικά - plotseling, plots, plotselinge, plotse, ineens
- ξαφρίζω στα ολλανδικά - scheren, afromen, afschuimen, magere, afgeroomde
Τυχαίες λέξεις
Ξαφνικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opeens, ineens, plotseling, plots, eensklaps
Μεταφράσεις: opeens, ineens, plotseling, plots, eensklaps