Ξαφνικά στα φινλανδικά
Μετάφραση: ξαφνικά, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äkisti, yllättäen, yhtäkkiä, äkkiä, äkillisesti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξαφνικά
ξαφνικά με θέλεις στη ζωή σου, ξαφνικά 30, ξαφνικά στίχοι, ξαφνικά επίρρημα, ξαφνικά όλα αλλάζουν κι αρχίζω να θυμάμαι ξανά, ξαφνικά λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ξαφνικά στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ξαπλώνω στα φινλανδικά - panna, balladi, asettaa, sijoittaa, pistää, maallikko, valhe, ...
- ξαφνιάζω στα φινλανδικά - yllättää, yllätys, yllätyksenä, yllättävää
- ξαφνικός στα φινλανδικά - äkkinäinen, yllättävä, äkillinen, äkillisen, äkillisesti, äkillisiä, äkillistä
- ξαφρίζω στα φινλανδικά - kuorittu, kuoria, pinnoittaa, lukaista, rasvaton, kuorittua, kuoritun
Τυχαίες λέξεις
Ξαφνικά στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: äkisti, yllättäen, yhtäkkiä, äkkiä, äkillisesti
Μεταφράσεις: äkisti, yllättäen, yhtäkkiä, äkkiä, äkillisesti