Ορθόδοξος στα δανικά
Μετάφραση: ορθόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ortodokse, ortodoks, Orthodox, den ortodokse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθόδοξος
ορθόδοξος λόγος βιβλιοπωλείο, ορθόδοξος λόγος βιβλιοπωλείο αγία παρασκευή, ορθόδοξος ακαδημία κρήτης, ορθόδοξος χριστιανισμός, ορθόδοξος μοναχισμός, ορθόδοξος λεξικό γλώσσας δανικά, ορθόδοξος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ορθογώνιο στα δανικά - rektangel, rektangulære, rektangulær, rektangulært, firkantet, rectangular
- ορθοδοξία στα δανικά - ortodoksi, ortodokse, ortodoksien, rettroenhed
- ορθότητα στα δανικά - korrekthed, rigtigheden, korrekte, rigtighed, korrekt
- ορθώνομαι στα δανικά - stige, god, godt, gode, en god
Τυχαίες λέξεις
Ορθόδοξος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ortodokse, ortodoks, Orthodox, den ortodokse
Μεταφράσεις: ortodokse, ortodoks, Orthodox, den ortodokse