Ορθόδοξος στα ιταλικά
Μετάφραση: ορθόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ortodosso, ortodossa, ortodossi, Orthodox
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθόδοξος
ορθόδοξος λόγος βιβλιοπωλείο, ορθόδοξος λόγος βιβλιοπωλείο αγία παρασκευή, ορθόδοξος ακαδημία κρήτης, ορθόδοξος χριστιανισμός, ορθόδοξος μοναχισμός, ορθόδοξος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ορθόδοξος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ορθογώνιο στα ιταλικά - rettangolo, rettangolare, rettangolari, forma rettangolare, rettangolare di
- ορθοδοξία στα ιταλικά - ortodossia, dell'ortodossia, l'ortodossia, all'ortodossia, orthodoxy
- ορθότητα στα ιταλικά - correttezza, la correttezza, esattezza, regolarità, di correttezza
- ορθώνομαι στα ιταλικά - alzarsi, ascesa, aumento, lievitazione, salita, rialzo, buono, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορθόδοξος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ortodosso, ortodossa, ortodossi, Orthodox
Μεταφράσεις: ortodosso, ortodossa, ortodossi, Orthodox