Ορθόδοξος στα σουηδικά
Μετάφραση: ορθόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ortodox, ortodoxa, ortodoxt, Orthodox, den ortodoxa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθόδοξος
ορθόδοξος λόγος βιβλιοπωλείο, ορθόδοξος λόγος βιβλιοπωλείο αγία παρασκευή, ορθόδοξος ακαδημία κρήτης, ορθόδοξος χριστιανισμός, ορθόδοξος μοναχισμός, ορθόδοξος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ορθόδοξος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ορθογώνιο στα σουηδικά - rektangulär, rektangulärt, rektangulära
- ορθοδοξία στα σουηδικά - ortodoxi, ortodoxin, orthodoxy, ortodoxa, renlärighet
- ορθότητα στα σουηδικά - korrekthet, riktigheten, korrekta, riktighet, är korrekta
- ορθώνομαι στα σουηδικά - stiga, bra, god, goda, gott
Τυχαίες λέξεις
Ορθόδοξος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: ortodox, ortodoxa, ortodoxt, Orthodox, den ortodoxa
Μεταφράσεις: ortodox, ortodoxa, ortodoxt, Orthodox, den ortodoxa