Ορθόδοξος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ορθόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
orthodox, orthodoxe, de orthodoxe, rechtzinnig
Ορθόδοξος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορθόδοξος

ορθόδοξος λόγος βιβλιοπωλείο, ορθόδοξος λόγος βιβλιοπωλείο αγία παρασκευή, ορθόδοξος ακαδημία κρήτης, ορθόδοξος χριστιανισμός, ορθόδοξος μοναχισμός, ορθόδοξος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ορθόδοξος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ορθογώνιο στα ολλανδικά - rechthoekig, rechthoekige, rechthoek
  • ορθοδοξία στα ολλανδικά - orthodoxie, orthodoxy, de orthodoxie, orthodoxe, rechtzinnigheid
  • ορθότητα στα ολλανδικά - juistheid, correctheid, juist, correct, de juistheid
  • ορθώνομαι στα ολλανδικά - opslag, stijging, opstaan, beklimming, goed, goede, een goede, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορθόδοξος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: orthodox, orthodoxe, de orthodoxe, rechtzinnig