Ορθόδοξος στα γερμανικά
Μετάφραση: ορθόδοξος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
orthodoxe, orthodox, orthodoxen, orthodoxer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθόδοξος
ορθόδοξος λόγος βιβλιοπωλείο, ορθόδοξος λόγος βιβλιοπωλείο αγία παρασκευή, ορθόδοξος ακαδημία κρήτης, ορθόδοξος χριστιανισμός, ορθόδοξος μοναχισμός, ορθόδοξος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ορθόδοξος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ορθογώνιο στα γερμανικά - rechteck, rechteckig, rechteckigen, rechteckige, Rechteck
- ορθοδοξία στα γερμανικά - orthodoxie, rechtgläubigkeit, Orthodoxie, Rechtgläubigkeit, Gläubigkeit, orthodoxe
- ορθότητα στα γερμανικά - ratsamkeit, geradheit, Korrektheit, Richtigkeit, britischen, die Richtigkeit, britischen Markt
- ορθώνομαι στα γερμανικά - steigen, ansteigen, erhöhung, kursanstieg, aufstieg, gehaltszulage, anlaufen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορθόδοξος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: orthodoxe, orthodox, orthodoxen, orthodoxer
Μεταφράσεις: orthodoxe, orthodox, orthodoxen, orthodoxer