Οροφή στα δανικά

Μετάφραση: οροφή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tag, taget, roof
Οροφή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οροφή

οροφή ορυκτής ίνας, οροφή ορισμός, οροφή τα 4.800 ευρώ τον χρόνο για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, οροφή λεξικο, οροφή μπάνιου, οροφή λεξικό γλώσσας δανικά, οροφή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ορολογία στα δανικά - terminologi, terminologien, terminologiske
  • οροπέδιο στα δανικά - plateau, plateauet, højslette, højsletten
  • ορτύκι στα δανικά - vagtel, vagtler, Vagtel, quail, vagtelæg
  • ορυκτολογία στα δανικά - mineralogi, mineralogien, mineralogy, mineralogisk, for mineralogi
Τυχαίες λέξεις
Οροφή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tag, taget, roof