Οροφή στα λιθουανικά
Μετάφραση: οροφή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stogas, stogo, stogą, stogų, stogu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οροφή
οροφή ορυκτής ίνας, οροφή ορισμός, οροφή τα 4.800 ευρώ τον χρόνο για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, οροφή λεξικο, οροφή μπάνιου, οροφή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οροφή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ορολογία στα λιθουανικά - terminologija, terminija, terminai, Terminologijos, terminologiją
- οροπέδιο στα λιθουανικά - plynaukštė, plokščiakalnis, Plateau, plato, plynaukštėje
- ορτύκι στα λιθουανικά - putpelė, putpelių, putpelės, kurapka
- ορυκτολογία στα λιθουανικά - mineralogija, mineralogijos
Τυχαίες λέξεις
Οροφή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: stogas, stogo, stogą, stogų, stogu
Μεταφράσεις: stogas, stogo, stogą, stogų, stogu