Οροφή στα εσθονικά
Μετάφραση: οροφή, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katus, katusereelingud, katuse, katusel, katusele
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οροφή
οροφή ορυκτής ίνας, οροφή ορισμός, οροφή τα 4.800 ευρώ τον χρόνο για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, οροφή λεξικο, οροφή μπάνιου, οροφή λεξικό γλώσσας εσθονικά, οροφή στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ορολογία στα εσθονικά - oskussõnavara, terminoloogia, terminoloogiat, Terminology, terminite, terminoloogiaga
- οροπέδιο στα εσθονικά - platoo, plateau, platool, platooni, platoole
- ορτύκι στα εσθονικά - vutt, põldvutt, vuttide, vutid, vuti
- ορυκτολογία στα εσθονικά - mineraloogia, mineraloogia-, mineraloogias, ja mineraloogia, mineraloogiakandidaat
Τυχαίες λέξεις
Οροφή στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: katus, katusereelingud, katuse, katusel, katusele
Μεταφράσεις: katus, katusereelingud, katuse, katusel, katusele