Πάτος στα δανικά
Μετάφραση: πάτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bund, grund, sok, sock, sokken, strømpen, strømpe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πάτος
πάτοσ τησ οδοντόκρεμάσ σασ, πάτοσ συνώνυμα, πάτος ετυμολογία, πάτος σιλικόνης, κινητός πάτος, πάτος λεξικό γλώσσας δανικά, πάτος στα δανικά
Μεταφράσεις
- πάταγος στα δανικά - larm, bang, brag
- πάτερο στα δανικά - Patero
- πάτωμα στα δανικά - etage, gulv, sal, gulvet, ordet
- πάχνη στα δανικά - rimfrost, frost, rime, rim
Τυχαίες λέξεις
Πάτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bund, grund, sok, sock, sokken, strømpen, strømpe
Μεταφράσεις: bund, grund, sok, sock, sokken, strømpen, strømpe