Πάτος στα ολλανδικά

Μετάφραση: πάτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achterste, onderste, bodem, bips, achtergrond, zitvlak, kont, ondergrond, grond, sok, sokken, sock, sok van, De sok
Πάτος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πάτος

πάτοσ τησ οδοντόκρεμάσ σασ, πάτοσ συνώνυμα, πάτος ετυμολογία, πάτος σιλικόνης, κινητός πάτος, πάτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πάτος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πάταγος στα ολλανδικά - rumoer, herrie, afdrogen, leven, afranselen, kletteren, ophef, ...
  • πάτερο στα ολλανδικά - Patero
  • πάτωμα στα ολλανδικά - étage, verdieping, vloer, etage, grond, de vloer
  • πάχνη στα ολλανδικά - vorst, rijp, rijm, rime, Rimé, rijp samenvatting
Τυχαίες λέξεις
Πάτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: achterste, onderste, bodem, bips, achtergrond, zitvlak, kont, ondergrond, grond, sok, sokken, sock, sok van, De sok