Πήζω στα δανικά

Μετάφραση: πήζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stivne, koagulere, koaguleringstid, at koagulere
Πήζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πήζω

πήζω slang, εκ πήζω, παίζω συνώνυμα, πήζω μετάφραση, πήζω english, πήζω λεξικό γλώσσας δανικά, πήζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πέφτω στα δανικά - fald, falde, dykke, efterår, falder, henhører, omfattet
  • πέψη στα δανικά - fordøjelse, fordøjelsen, spaltning, nedbrydning, udrådning
  • πίεση στα δανικά - tryk, pres, trykket, presset
  • πίθηκος στα δανικά - abe, efterabe, Monkey, aben, aber, i Monkey
Τυχαίες λέξεις
Πήζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stivne, koagulere, koaguleringstid, at koagulere