Πήζω στα τούρκικα
Μετάφραση: πήζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesilmek, donduracak, pıhtılaştırmak, donduracak bir, pıhtılaşmak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πήζω
πήζω slang, εκ πήζω, παίζω συνώνυμα, πήζω μετάφραση, πήζω english, πήζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, πήζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πέφτω στα τούρκικα - kaza, düşmek, güz, yıkılış, sonbahar, düşüş, düşme, ...
- πέψη στα τούρκικα - hazım, sindirim, sindirimi, sindirme, çürütme
- πίεση στα τούρκικα - basınç, baskı, basıncı, basınçlı, basınca
- πίθηκος στα τούρκικα - maymun, Monkey, maymunu, maymunun, bir maymun
Τυχαίες λέξεις
Πήζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kesilmek, donduracak, pıhtılaştırmak, donduracak bir, pıhtılaşmak
Μεταφράσεις: kesilmek, donduracak, pıhtılaştırmak, donduracak bir, pıhtılaşmak