Πήζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: πήζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stingti, krekėti, Susukamos, sukrekėti, Sarūgt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πήζω
πήζω slang, εκ πήζω, παίζω συνώνυμα, πήζω μετάφραση, πήζω english, πήζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πήζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πέφτω στα λιθουανικά - prietema, bankrotas, dundėti, ruduo, kristi, patenka, sumažės, ...
- πέψη στα λιθουανικά - virškinimas, virškinimą, virškinimo, skaidymas, pūdymo
- πίεση στα λιθουανικά - slėgis, spaudimas, slėgio, spaudimo, slėgį
- πίθηκος στα λιθουανικά - beždžioniauti, beždžionė, Beždžionių, beždžionės, monkey, beždžionėmis
Τυχαίες λέξεις
Πήζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: stingti, krekėti, Susukamos, sukrekėti, Sarūgt
Μεταφράσεις: stingti, krekėti, Susukamos, sukrekėti, Sarūgt