Πρακτική στα δανικά
Μετάφραση: πρακτική, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
praksis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρακτική
πρακτική άσκηση σπουδαστών ιεκ, πρακτική άσκηση, πρακτική άσκηση τει, πρακτική αριθμητική, πρακτική φιλοσοφία, πρακτική λεξικό γλώσσας δανικά, πρακτική στα δανικά
Μεταφράσεις
- πραγματοποίηση στα δανικά - realisering, realiseringen, gennemførelse, erkendelse, realisation
- πραγματοποιώ στα δανικά - nå, indse, realisere, klar over, indser
- πρακτικός στα δανικά - virkelig, praktisk, praktiske, praksis, konkret
- πρακτορείο στα δανικά - bureau, agentur, embede, kontor, organ, agenturet, ligger inde
Τυχαίες λέξεις
Πρακτική στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: praksis
Μεταφράσεις: praksis