Πρακτική στα ισλανδικά

Μετάφραση: πρακτική, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reynsla, æfa, starf, æfa sig, starfshætti, framkvæmd
Πρακτική στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρακτική

πρακτική άσκηση σπουδαστών ιεκ, πρακτική άσκηση, πρακτική άσκηση τει, πρακτική αριθμητική, πρακτική φιλοσοφία, πρακτική λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πρακτική στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • πραγματοποίηση στα ισλανδικά - framkvæmd, átta sig, innlausn
  • πραγματοποιώ στα ισλανδικά - efna, afkasta, fullnægja, átta sig, átta sig á, grein fyrir, gera sér grein, ...
  • πρακτικός στα ισλανδικά - hagnýtur, gagnlegur, hagnýt, hagnýtt, raunhæft, hagnýtar
  • πρακτορείο στα ισλανδικά - stofnun, auglýsingastofu, stofnunin, stofnunarinnar, umboðsskrifstofa
Τυχαίες λέξεις
Πρακτική στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: reynsla, æfa, starf, æfa sig, starfshætti, framkvæmd