Προσκυνητής στα δανικά

Μετάφραση: προσκυνητής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pilgrim, Pilgrims, pilgrimmen, pilgrim gå
Προσκυνητής στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσκυνητής

προσκυνητής στιχοι, προσκυνητής παρτιτούρα, προσκυνητής lyrics, προσκυνητής κιθάρα, προσκυνητής tabs, προσκυνητής λεξικό γλώσσας δανικά, προσκυνητής στα δανικά

Μεταφράσεις

  • προσκρούω στα δανικά - bump, støde, støder, bule, pukkel
  • προσκτώμαι στα δανικά - filial, prosktomai
  • προσκόλληση στα δανικά - overholdelse, vedhæftning, tilslutning, overholdelse af, overholdelsen
  • προσκύνημα στα δανικά - pilgrimsfærd, pilgrimsrejse, pilgrimsfærden, pilgrimsrejsen, pilgrimsrejser
Τυχαίες λέξεις
Προσκυνητής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pilgrim, Pilgrims, pilgrimmen, pilgrim gå