Προσκυνητής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προσκυνητής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
peregrino, peregrina, pilgrim, do peregrino, peregrinos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσκυνητής
προσκυνητής στιχοι, προσκυνητής παρτιτούρα, προσκυνητής lyrics, προσκυνητής κιθάρα, προσκυνητής tabs, προσκυνητής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσκυνητής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προσκρούω στα πορτογαλικά - colisão, colidir, chocar, solavanco, galo
- προσκτώμαι στα πορτογαλικά - sucursal, filial, afiliar, prosktomai
- προσκόλληση στα πορτογαλικά - adesão, aderência, a adesão, a aderência, cumprimento
- προσκύνημα στα πορτογαλικά - peregrinação, de peregrinação, pilgrimage, a peregrinação, romaria
Τυχαίες λέξεις
Προσκυνητής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: peregrino, peregrina, pilgrim, do peregrino, peregrinos
Μεταφράσεις: peregrino, peregrina, pilgrim, do peregrino, peregrinos