Στόλος στα δανικά

Μετάφραση: στόλος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
flåde, flåden, flådens, fiskerflåden
Στόλος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στόλος

στόλος κυκλοφορούντων οχημάτων 2012, στόλος ολυμπιακής, στόλος ο πολεμικός, στόλος οασθ, στόλος οασθ 2014, στόλος λεξικό γλώσσας δανικά, στόλος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στυφότητα στα δανικά - astringens, skarphed, astringency, sammensnerpende fornemmelse
  • στόκος στα δανικά - kit, putty, spartelmasse, kittet
  • στόμα στα δανικά - mund, munding, munden, mundingen
  • στόμιο στα δανικά - munding, mund, munden, mundingen
Τυχαίες λέξεις
Στόλος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: flåde, flåden, flådens, fiskerflåden