Συλλέγω στα δανικά

Μετάφραση: συλλέγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
samle, plukke, indsamle, indsamler, at indsamle, hente
Συλλέγω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συλλέγω

συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω αρχικοί χρόνοι, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω στιγμές, συλλέγω λεξικό γλώσσας δανικά, συλλέγω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συκοφαντικός στα δανικά - sycophantic, sleske
  • συκώτι στα δανικά - lever, leveren, liver, lever-
  • συλλέκτης στα δανικά - solfanger, collector, opkøber, samleren, kollektor
  • συλλαβή στα δανικά - stavelse, syllable, stavelsen
Τυχαίες λέξεις
Συλλέγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: samle, plukke, indsamle, indsamler, at indsamle, hente