Συλλέγω στα ουγγρικά

Μετάφραση: συλλέγω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utánvételezett, fogpiszkáló, gyűjt, gyűjteni, összegyűjti, gyűjtsük össze, összegyűjteni
Συλλέγω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συλλέγω

συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω αρχικοί χρόνοι, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω στιγμές, συλλέγω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συλλέγω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • συκοφαντικός στα ουγγρικά - talpnyaló, hízelgő
  • συκώτι στα ουγγρικά - máj, májban, a máj, máj-, májat
  • συλλέκτης στα ουγγρικά - gyűjtő, kollektor, begyűjtő, kollektoros, gyűjtők
  • συλλαβή στα ουγγρικά - szótag, szótagot, szótagon, szótagra, szótagja
Τυχαίες λέξεις
Συλλέγω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: utánvételezett, fogpiszkáló, gyűjt, gyűjteni, összegyűjti, gyűjtsük össze, összegyűjteni