Συλλέγω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συλλέγω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colher, física, recolher, picar, aferroar, colete, arrancar, tirar, arrecadar, picareta, compilar, coletar, coleta, cobrar, reunir, colecionar
Συλλέγω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συλλέγω

συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω αρχικοί χρόνοι, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω στιγμές, συλλέγω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συλλέγω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συκοφαντικός στα πορτογαλικά - bajulador, sycophantic, bajuladores, bajuladora, servil
  • συκώτι στα πορτογαλικά - animar, fígado, hepática, do fígado, de fígado, hepático
  • συλλέκτης στα πορτογαλικά - coletor, colecionador, cobrador, colector, coletor de
  • συλλαβή στα πορτογαλικά - espada, sílaba, sílabas, syllable, de sílaba
Τυχαίες λέξεις
Συλλέγω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: colher, física, recolher, picar, aferroar, colete, arrancar, tirar, arrecadar, picareta, compilar, coletar, coleta, cobrar, reunir, colecionar