Συλλέγω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: συλλέγω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плектрум, соберат, собира, се соберат, собираме, собираат
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλέγω
συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω αρχικοί χρόνοι, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω στιγμές, συλλέγω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συλλέγω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- συκοφαντικός στα σλαβομακεδονικά - sycophantic
- συκώτι στα σλαβομακεδονικά - црниот дроб, на црниот дроб, црн дроб, црниот, на црниот
- συλλέκτης στα σλαβομακεδονικά - колектор, колекционер, колекторот, собирач, собирач на
- συλλαβή στα σλαβομακεδονικά - слогот, слог, слогови, слоговни, слоговите
Τυχαίες λέξεις
Συλλέγω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: плектрум, соберат, собира, се соберат, собираме, собираат
Μεταφράσεις: плектрум, соберат, собира, се соберат, собираме, собираат