Συλλέγω στα τούρκικα
Μετάφραση: συλλέγω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toplanmak, toplamak, devşirmek, biriktirmek, toplama, tahsil, toplanması, toplamaya
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλέγω
συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω αρχικοί χρόνοι, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω στιγμές, συλλέγω λεξικό γλώσσας τούρκικα, συλλέγω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- συκοφαντικός στα τούρκικα - dalkavukluk gibi, dalkavuk, sycophantic, yağcı gibi, dalkavukluk
- συκώτι στα τούρκικα - karaciğer, karaciğeri, ciğer
- συλλέκτης στα τούρκικα - koleksiyoncu, toplayıcı, kollektör, kolektör, kolektörü
- συλλαβή στα τούρκικα - hece, heceli, syllable, bir hece, hecesinde
Τυχαίες λέξεις
Συλλέγω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: toplanmak, toplamak, devşirmek, biriktirmek, toplama, tahsil, toplanması, toplamaya
Μεταφράσεις: toplanmak, toplamak, devşirmek, biriktirmek, toplama, tahsil, toplanması, toplamaya