Συνήγορος στα δανικά
Μετάφραση: συνήγορος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
advokat, jurist, sagfører, råd, rådgiver, Raad, rådgivning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνήγορος
συνήγορος του καταναλωτή τηλ, συνήγορος του μετανάστη, συνήγορος καταναλωτή, συνήγορος του πολίτη email, συνήγορος του πολίτη, συνήγορος λεξικό γλώσσας δανικά, συνήγορος στα δανικά
Μεταφράσεις
- συνέταιρος στα δανικά - partner, samarbejdspartner, partneren
- συνέχεια στα δανικά - kontinuitet, kontinuiteten, kontinuitet i, fortsatte
- συνήθεια στα δανικά - sædvane, vane, vane at, vane med, vanen
- συνήθης στα δανικά - almindelig, ordinær, sædvanlig, sædvanlige, sædvanligt, normalt, normale
Τυχαίες λέξεις
Συνήγορος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: advokat, jurist, sagfører, råd, rådgiver, Raad, rådgivning
Μεταφράσεις: advokat, jurist, sagfører, råd, rådgiver, Raad, rådgivning