Συνήγορος στα ισλανδικά
Μετάφραση: συνήγορος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ráðgjöf, ráð, ráðs, ráða, verjanda
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνήγορος
συνήγορος του καταναλωτή τηλ, συνήγορος του μετανάστη, συνήγορος καταναλωτή, συνήγορος του πολίτη email, συνήγορος του πολίτη, συνήγορος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συνήγορος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συνέταιρος στα ισλανδικά - félagi, samstarfsaðila, Partner, samstarfsaðili, maka
- συνέχεια στα ισλανδικά - framhald, samfelldni, samfellu, Samfelldur, Samfella, samfelldan
- συνήθεια στα ισλανδικά - vani, venja, vana, venju, ávani, venja að
- συνήθης στα ισλανδικά - vanalegur, venjulega, Venjulegur, og venjulega, venjulegum, vanalega
Τυχαίες λέξεις
Συνήγορος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ráðgjöf, ráð, ráðs, ráða, verjanda
Μεταφράσεις: ráðgjöf, ráð, ráðs, ráða, verjanda