Συνήγορος στα τούρκικα
Μετάφραση: συνήγορος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savunmak, avukat, avukatı, danışmanı, müşaviri, avukatının
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνήγορος
συνήγορος του καταναλωτή τηλ, συνήγορος του μετανάστη, συνήγορος καταναλωτή, συνήγορος του πολίτη email, συνήγορος του πολίτη, συνήγορος λεξικό γλώσσας τούρκικα, συνήγορος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- συνέταιρος στα τούρκικα - yoldaş, ortak, ortağı, partner, ortak olarak
- συνέχεια στα τούρκικα - devam, sonuç, süreklilik, sürekliliği, devamlılık, devamlılığı, sürekliliğini
- συνήθεια στα τούρκικα - adet, endik, alışkanlık, alışkanlığı, bir alışkanlık, alışkanlıktır, habit
- συνήθης στα τούρκικα - olağan, her zamanki, zamanki, normalden, alışılmış
Τυχαίες λέξεις
Συνήγορος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: savunmak, avukat, avukatı, danışmanı, müşaviri, avukatının
Μεταφράσεις: savunmak, avukat, avukatı, danışmanı, müşaviri, avukatının