Συνήγορος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συνήγορος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
advogado, conselho, conselhos, assessores, aconselhar
Συνήγορος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνήγορος

συνήγορος του καταναλωτή τηλ, συνήγορος του μετανάστη, συνήγορος καταναλωτή, συνήγορος του πολίτη email, συνήγορος του πολίτη, συνήγορος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνήγορος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συνέταιρος στα πορτογαλικά - companheiro, associado, associar, camarada, parceiro, sócio, parceira, ...
  • συνέχεια στα πορτογαλικά - continuação, continuidade, a continuidade, de continuidade, continuidade de, continuidade do
  • συνήθεια στα πορτογαλικά - hábito, habito, costume, hábito de, hábitos, o hábito
  • συνήθης στα πορτογαλικά - ordinário, comum, usual, habitual, costume, de costume, normal
Τυχαίες λέξεις
Συνήγορος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: advogado, conselho, conselhos, assessores, aconselhar