Συνεχώς στα δανικά
Μετάφραση: συνεχώς, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
konstant, hele tiden, løbende, tiden, stadighed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεχώς
συνεχώς συνώνυμο, συνεχώς συνώνυμα, συνεχώς νυστάζω, συνεχώς διαφορίσιμη συνάρτηση, συνεχώς και αδιαλείπτως, συνεχώς λεξικό γλώσσας δανικά, συνεχώς στα δανικά
Μεταφράσεις
- συνεχίζομαι στα δανικά - vare, fortsætte, gå på, gå, tage på, går på
- συνεχίζω στα δανικά - fortsætte, vare, fortsat, fortsætte med, fortsætter, Fortsæt
- συνηγορία στα δανικά - forsvar, fortalervirksomhed, advocacy, fortalerarbejde, fortalerarbejdet
- συνηγορώ στα δανικά - sagfører, advokat, påberåbe, påberåbe sig, paaberaabe sig, paaberaabe
Τυχαίες λέξεις
Συνεχώς στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: konstant, hele tiden, løbende, tiden, stadighed
Μεταφράσεις: konstant, hele tiden, løbende, tiden, stadighed