Συνεχώς στα εσθονικά

Μετάφραση: συνεχώς, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aina, püsivalt, jätkuvalt, pidevalt, konstantselt, alalõpmata, pidevas, pidev
Συνεχώς στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεχώς

συνεχώς συνώνυμο, συνεχώς συνώνυμα, συνεχώς νυστάζω, συνεχώς διαφορίσιμη συνάρτηση, συνεχώς και αδιαλείπτως, συνεχώς λεξικό γλώσσας εσθονικά, συνεχώς στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • συνεχίζομαι στα εσθονικά - jätkuma, jätkama, minna, lähed, minema
  • συνεχίζω στα εσθονικά - jätkuma, jätkama, jätkata, jätkuvalt, jätkab, jätkub
  • συνηγορία στα εσθονικά - kaitse, propageerimise, propageerimine, huvide kaitsmise, esindamine, toetamise
  • συνηγορώ στα εσθονικά - kaitsma, propageerima, advokaat, paluma, tugineda, toetuda, viidata, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεχώς στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: aina, püsivalt, jätkuvalt, pidevalt, konstantselt, alalõpmata, pidevas, pidev