Συνεχώς στα ουκρανικά
Μετάφραση: συνεχώς, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безперервно, постійно, завжди, що постійно
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεχώς
συνεχώς συνώνυμο, συνεχώς συνώνυμα, συνεχώς νυστάζω, συνεχώς διαφορίσιμη συνάρτηση, συνεχώς και αδιαλείπτως, συνεχώς λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνεχώς στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συνεχίζομαι στα ουκρανικά - перебувати, залишатися, залишатись, продовжуйтеся, продовжувати, продовжуватиме, продовжуватимуть, ...
- συνεχίζω στα ουκρανικά - перебувати, залишатись, продовжуйтеся, залишатися, продовжувати, продовжуватиме, продовжуватимуть, ...
- συνηγορία στα ουκρανικά - оборонний, оправдання, оборона, пропаганда, пропагування
- συνηγορώ στα ουκρανικά - захищати, пропагувати, прибічник, адвокат, благати, просити, благатиме, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεχώς στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: безперервно, постійно, завжди, що постійно
Μεταφράσεις: безперервно, постійно, завжди, що постійно