Συνεχώς στα πολωνικά
Μετάφραση: συνεχώς, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wytrwale, ustawicznie, nieustannie, stale, ciągle, wciąż, nieprzerwanie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεχώς
συνεχώς συνώνυμο, συνεχώς συνώνυμα, συνεχώς νυστάζω, συνεχώς διαφορίσιμη συνάρτηση, συνεχώς και αδιαλείπτως, συνεχώς λεξικό γλώσσας πολωνικά, συνεχώς στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- συνεχίζομαι στα πολωνικά - pozostawać, kontynuować, utrzymywać, trwać, iść, dalej, iść na, ...
- συνεχίζω στα πολωνικά - trwać, utrzymywać, pozostawać, kontynuować, nadal, kontynuuj, dalszym ciągu, ...
- συνηγορία στα πολωνικά - obrońca, osłona, obrona, defensywa, rzecznictwo, adwokatura, orędownictwo, ...
- συνηγορώ στα πολωνικά - popierać, rzecznik, zwolennik, wspierać, poplecznik, orędować, głosiciel, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεχώς στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wytrwale, ustawicznie, nieustannie, stale, ciągle, wciąż, nieprzerwanie
Μεταφράσεις: wytrwale, ustawicznie, nieustannie, stale, ciągle, wciąż, nieprzerwanie