Συσσωρεύω στα δανικά

Μετάφραση: συσσωρεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bunke, dynge, heap
Συσσωρεύω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συσσωρεύω

συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα, συσσωρεύω λεξικό γλώσσας δανικά, συσσωρεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συσσωμάτωμα στα δανικά - aggregat, samlede, samlet, den samlede, aggregerede
  • συσσωματώνω στα δανικά - legemliggøre, repræsenterer, inkarnere, legemliggør, rummer
  • συσσώρευση στα δανικά - ophobning, akkumulering, akkumulation, akkumuleringen, ophobningen
  • συστέλλομαι στα δανικά - kontrakt, aftale, visne, vissen
Τυχαίες λέξεις
Συσσωρεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bunke, dynge, heap