Σύναξη στα δανικά

Μετάφραση: σύναξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsamling, sværm, varslede, bevy, bande
Σύναξη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύναξη

σύναξη συνώνυμα, σύναξη της θεοτόκου, σύναξη των προκαθημένων των ορθοδόξων εκκλησιών, σύναξη περιοδικό, σύναξη μασόνων στην ανάβυσσο, σύναξη λεξικό γλώσσας δανικά, σύναξη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σύμπτωμα στα δανικά - symptom, symptomer, symptomet, symptom på
  • σύμφωνο στα δανικά - konsonant, konsonanten, stemmer overens
  • σύνδεση στα δανικά - forbindelse, tilslutning, forbindelsen, sammenhæng
  • σύνδεσμος στα δανικά - bindeord, link, linket, forbindelse, forbindelsen, sammenhæng
Τυχαίες λέξεις
Σύναξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forsamling, sværm, varslede, bevy, bande