Υποκύπτω στα δανικά
Μετάφραση: υποκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bue, sløjfe, bøje, stævnen, bow
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποκύπτω
υποκύπτω μετάφραση, υποκύπτω στα γαλλικα, υποκύπτω αγγλικα, υποκύπτω english, υποκύπτω συνώνυμα, υποκύπτω λεξικό γλώσσας δανικά, υποκύπτω στα δανικά
Μεταφράσεις
- υποκοριστικός στα δανικά - ypokoristikos
- υποκρισία στα δανικά - jargon, hykleri, hykleriet, hyklerisk, hykleriske
- υπολείμματα στα δανικά - restprodukter, rester, restkoncentrationer, resterne, reststoffer
- υπολειπόμενος στα δανικά - rest, resterende, tilbageværende, tilbage, øvrige, forbliver
Τυχαίες λέξεις
Υποκύπτω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bue, sløjfe, bøje, stævnen, bow
Μεταφράσεις: bue, sløjfe, bøje, stævnen, bow